λιπάσματα

λιπάσματα
λίπασμα
a greasy form of ulceration
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • αζωτούχα λιπάσματα — Κάθε είδους λίπασμα, που περιέχει άζωτο …   Dictionary of Greek

  • λίπασμα — το (Α λίπασμα) [λιπαίνω] νεοελλ. 1. φυσική ή τεχνητή ουσία που προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα τών φυτών (α. «φυσικά λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα») 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • φωσφορικός — ή, ό, Ν 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φωσφόρο ή αυτός που περιέχει φωσφόρο 2. φρ. α) «φωσφορικό οξύ» χημ. περιληπτική ονομασία οξυγονούχων οξέων τού πεντασθενούς φωσφόρου, από τα οποία σημαντικότερα είναι το ορθοφωσφορικό οξύ, το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • παραγοντική ανάλυση — Ο όρος χρησιμοποιείται στη στατιστική και χαρακτηρίζει τις στατιστικές και πιθανοθεωρητικές μεθόδους για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων που επιφέρουν ένας ή περισσότεροι παράγοντες σε ένα πείραμα. Μια τέτοια περίπτωση είναι, για παράδειγμα,… …   Dictionary of Greek

  • χλωρή λίπανση — Παράχωμα χλωρών φυτών, σπαρμένων συνήθως με τον σκοπό να εγκαταλείψουν το έδαφος, με οργανική μορφή, τις ουσίες που απορρόφησαν και επεξεργάστηκαν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους και ιδιαίτερα το άζωτο (ριζοβακτήριο). Συνήθως χρησιμοποιούνται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”